ρεφενές

ρεφενές
ο
(λ. τουρκ.), συνεισφορά για τα έξοδα κοινού γεύματος· η αιτ. ρεφενέ ως επίρρ.: Ταπερισσότερα βράδια μαζευόμαστε και τρώμε ρεφενέ. Ρήμα ρεφενίζω, κάνω ρεφενέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρεφενές — ο, Ν 1. (ιδίως σχετικά με γεύμα) η από κοινού πληρωμή τών εξόδων, συνεισφορά 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ρεφενέ με κοινή συνεισφορά, πληρώνοντας ο καθένας τα δικά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. refene] …   Dictionary of Greek

  • ρεφενίζω — Ν [ρεφενές] συνεισφέρω από κοινού …   Dictionary of Greek

  • ρεφενηδόν — Ν επίρρ. με ρεφενέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεφενές + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν). Το επίρρ. σχηματίστηκε χάριν αστεϊσμού] …   Dictionary of Greek

  • refenea — REFENEÁ, refenele, s.f. (înv.) Petrecere în comun; chef. – Din tc. refene. Trimis de IoanSoleriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  REFENEÁ s. v. benchetuială, chef, cotă parte, cotitate, ospăţ, petrecere, praznic, prăznuire. Trimis de siveco,… …   Dicționar Român

  • εισφορά — η 1. συμβολή σε δαπάνη ή σε κάποιο έργο. 2. χρήμα ή είδος που δίνεται ως συνεισφορά, ρεφενές. 3. μορφή φορολογικής επιβάρυνσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”