ρεφενές — ο, Ν 1. (ιδίως σχετικά με γεύμα) η από κοινού πληρωμή τών εξόδων, συνεισφορά 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ρεφενέ με κοινή συνεισφορά, πληρώνοντας ο καθένας τα δικά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. refene] … Dictionary of Greek
ρεφενίζω — Ν [ρεφενές] συνεισφέρω από κοινού … Dictionary of Greek
ρεφενηδόν — Ν επίρρ. με ρεφενέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεφενές + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν). Το επίρρ. σχηματίστηκε χάριν αστεϊσμού] … Dictionary of Greek
refenea — REFENEÁ, refenele, s.f. (înv.) Petrecere în comun; chef. – Din tc. refene. Trimis de IoanSoleriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 REFENEÁ s. v. benchetuială, chef, cotă parte, cotitate, ospăţ, petrecere, praznic, prăznuire. Trimis de siveco,… … Dicționar Român
εισφορά — η 1. συμβολή σε δαπάνη ή σε κάποιο έργο. 2. χρήμα ή είδος που δίνεται ως συνεισφορά, ρεφενές. 3. μορφή φορολογικής επιβάρυνσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)